εφόρμηση — (I) η (ΑΜ ἐφόρμησις) [εφορμώ Ι] ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή νεοελλ. 1. (ψυχολ.) αυθόρμητη ένταση τής ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου 2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» … Dictionary of Greek
εφόρμηση — η έφοδος, επίθεση, επιδρομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφορμήσηι — ἐφόρμησις lying at anchor so as to watch fem dat sg (epic) ἐφορμήσῃ , ἐφορμάω stir up aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐφορμήσῃ , ἐφορμάω stir up aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐφορμήσῃ , ἐφορμάω stir up fut ind mid 2nd sg (attic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφαλση — η (Α έφαλσις) αναπήδηση πάνω σε κάτι, εφόρμηση νεοελλ. 1. (γυμναστ.) το πήδημα πάνω στο εφαλτήριο 2. (ιππευτ.) η αναπήδηση πάνω στο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλσις (< ἅλλομαι «πηδώ»] … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
έφορμος — (I) ἐφορμος, ὁ (Α) εφόρμηση, επίθεση, επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού εφ ορμώ Ι]. (II) ἐφορμος, ον (Α) αγκυροβολημένος σε όρμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὅρμος ΙΙ] … Dictionary of Greek
αντεφόρμησις — ἀντεφόρμησις, η (Α) εφόρμηση εναντίον κάποιου, αντεπίθεση … Dictionary of Greek
βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
γιουρούσι — το 1. έφοδος, εφόρμηση 2. κατάχρηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruyus «εκστρατεία»] … Dictionary of Greek